Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
μεγαλόσκιος
View word page
μεγαλορρέκτης
μεγᾰλο-ρρέκτης
,
ου
,
ὁ
,
A).
one who does great things
,
Adam.
2.39
.
ShortDef
one who does great things
Debugging
Headword:
μεγαλορρέκτης
Headword (normalized):
μεγαλορρέκτης
Headword (normalized/stripped):
μεγαλορρεκτης
IDX:
65469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65470
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-ρρέκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who does great things</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 2.39 </span>.</div> </div><br><br>'}