Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόπορνος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
μεγαλοσθενής
View word page
μεγαλόρινος
μεγᾰλό-ρῑνος, ον,(ῥίς)
A). with large nose, Suid. s.v. λαρινοὶ βόες .


ShortDef

with large nose

Debugging

Headword:
μεγαλόρινος
Headword (normalized):
μεγαλόρινος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλορινος
IDX:
65468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-ρῑνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">ῥίς</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with large nose</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">λαρινοὶ βόες</span> .</div> </div><br><br>'}