Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπορνος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
μεγαλόσαρκος
View word page
μεγαλόπυλος
μεγᾰλό-πῠλος, ον,
A). gloss on εὐρυπυλής (-εύς cod.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλόπυλος
Headword (normalized):
μεγαλόπυλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπυλος
IDX:
65467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65468
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-πῠλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">εὐρυπυλής</span> (<span class="foreign greek">-εύς</span> cod.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}