Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπορνος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
μεγαλορρημοσύνη
μεγαλορρήμων
μεγαλόρριζος
μεγαλορρώξ
μεγάλος
View word page
μεγαλόπτωχος
μεγᾰλό-πτωχος
,
ὁ
,
A).
magnificently poor
,
Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει
Stob.
3.10.62
.
ShortDef
magnificently poor
Debugging
Headword:
μεγαλόπτωχος
Headword (normalized):
μεγαλόπτωχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπτωχος
IDX:
65466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65467
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-πτωχος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">magnificently poor</span>, <span class="quote greek">Διογένης τοὺς μεγάλα καὶ ἀθρόα λαμβάνοντας μεγαλοπτώχους ἐκάλει</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 3.10.62 </span> .</div> </div><br><br>'}