Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπορνος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
μεγαλορρέκτης
μεγαλορρημονέω
μεγαλορρημονία
View word page
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγᾰλο-πραγμοσύνη, ,
A). disposition to do great things, magnificence, Plu. Alc. 6 , etc.


ShortDef

the disposition to do great things, magnificence

Debugging

Headword:
μεγαλοπραγμοσύνη
Headword (normalized):
μεγαλοπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπραγμοσυνη
IDX:
65461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65462
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-πραγμοσύνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disposition to do great things, magnificence</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg015:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg015:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alc.</span> 6 </a>, etc.</div> </div><br><br>'}