Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπορνος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
μεγαλόρινος
View word page
μεγαλόπορνος
μεγᾰλό-πορνος
,
ὁ
,
A).
gloss on
ἱππόπορνος
,
Phot.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεγαλόπορνος
Headword (normalized):
μεγαλόπορνος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπορνος
IDX:
65458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65459
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-πορνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἱππόπορνος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}