Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπορνος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
μεγαλοπρέπεια
μεγαλοπρεπής
μεγαλοπτέρυγος
μεγαλόπτωχος
μεγαλόπυλος
View word page
μεγαλοπόνηρος
μεγᾰλο-πόνηρος, ον,
A). wicked in great things, Arist. Pol. 1295b9 .


ShortDef

wicked in great things

Debugging

Headword:
μεγαλοπόνηρος
Headword (normalized):
μεγαλοπόνηρος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπονηρος
IDX:
65457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65458
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-πόνηρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wicked in great things</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1295b:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg035.perseus-grc1:1295b.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pol.</span> 1295b9 </a>.</div> </div><br><br>'}