Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
μεγαλόπορνος
μεγαλόπους
μεγαλοπραγία
μεγαλοπραγμοσύνη
μεγαλοπράγμων
View word page
μεγαλόπνοος
μεγᾰλό-πνοος, ον, contr. μεγᾰλό-πνους, ουν,
A). breathing strongly, Apollon. Lex. s.v. ζαής .


ShortDef

breathing strongly

Debugging

Headword:
μεγαλόπνοος
Headword (normalized):
μεγαλόπνοος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπνοος
IDX:
65452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65453
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-πνοος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, contr. <span class="orth greek">μεγᾰλό-πνους</span>, <span class="itype greek">ουν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">breathing strongly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ζαής</span> .</div> </div><br><br>'}