Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
μεγαλοπόνηρος
View word page
μεγαλοπάρῃος
μεγᾰλο-πάρῃος [πᾰ],,
A). with great cheeks, Apollon. Lex. s.v. ἱππόβοτος .


ShortDef

with great cheeks

Debugging

Headword:
μεγαλοπάρῃος
Headword (normalized):
μεγαλοπάρῃος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπαρηος
IDX:
65447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65448
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-πάρῃος</span> [<span class="foreign greek">πᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with great cheeks</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἱππόβοτος</span> .</div> </div><br><br>'}