Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
μεγαλοπόλεμος
μεγαλόπολις
μεγαλοπολίτης
View word page
μεγαλοπάθεια
μεγᾰλο-πάθεια [πᾰ],,
A). patience, fortitude, Plu. 2.551c (s.v.l.).


ShortDef

patience, fortitude

Debugging

Headword:
μεγαλοπάθεια
Headword (normalized):
μεγαλοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοπαθεια
IDX:
65446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65447
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-πάθεια</span> [<span class="foreign greek">πᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">patience, fortitude</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.551c </span> (s.v.l.).</div> </div><br><br>'}