Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
μεγαλοποιέω
View word page
μεγαλομυκητής
μεγᾰλο-μῡκητής
,
οῦ
,
ὁ
,
A).
loud bellower
, gloss on
μεγάμυκος
,
Hsch.
ShortDef
loud bellower
Debugging
Headword:
μεγαλομυκητής
Headword (normalized):
μεγαλομυκητής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομυκητης
IDX:
65443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65444
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-μῡκητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loud bellower</span>, gloss on <span class="ref greek">μεγάμυκος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}