Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόμαζος
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
μεγαλόπλουτος
μεγαλόπνοος
View word page
μεγαλομοιρία
μεγᾰλο-μοιρία, ,
A). magnificence, Aristeas 21 (dub.).


ShortDef

magnificence

Debugging

Headword:
μεγαλομοιρία
Headword (normalized):
μεγαλομοιρία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομοιρια
IDX:
65442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65443
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-μοιρία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">magnificence</span>, Aristeas <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:21/canonical-url/"> 21 </a> (dub.).</div> </div><br><br>'}