Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλόμαζος
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
μεγαλόπετρος
μεγαλοπλούσιος
View word page
μεγαλόμικρος
μεγᾰλό-μῑκρος, ον,
A). great and small at once: τὸ μ. Ph. 2.61 .


ShortDef

great and small at once

Debugging

Headword:
μεγαλόμικρος
Headword (normalized):
μεγαλόμικρος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομικρος
IDX:
65440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65441
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-μῑκρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">great and small at once</span>: <span class="quote greek">τὸ μ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:61" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.61/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.61 </a> .</div> </div><br><br>'}