Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόκτυπος
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλόμαζος
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
μεγαλόνοος
μεγαλοπάθεια
μεγαλοπάρῃος
μεγαλοπενθής
View word page
μεγαλομήτηρ
μεγᾰλο-μήτηρ· ἡ τῆς μητρὸς μήτηρ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλομήτηρ
Headword (normalized):
μεγαλομήτηρ
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομητηρ
IDX:
65438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-μήτηρ·</span> <span class="foreign greek">ἡ τῆς μητρὸς μήτηρ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}