Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόκοτος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκράτωρ
μεγαλόκτυπος
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλόμαζος
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
μεγαλομυκητής
μεγαλόνοια
View word page
μεγαλόμασθος
μεγᾰλό-μασθος, ον,
A). with large breasts, Gp. 19.2.4 .


ShortDef

with large breasts

Debugging

Headword:
μεγαλόμασθος
Headword (normalized):
μεγαλόμασθος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομασθος
IDX:
65434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65435
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-μασθος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with large breasts,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:19:2:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:19:2:4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gp.</span> 19.2.4 </a>.</div> </div><br><br>'}