Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκοτος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκράτωρ
μεγαλόκτυπος
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλόμαζος
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
μεγαλόμισθος
μεγαλομοιρία
View word page
μεγαλόμαζος
μεγᾰλό-μαζος, ον , (μᾶζἀ
A). = μεγάλαρτος (q. v.), epith. of Demeter in Boeotia, Polem. Hist. 39 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλόμαζος
Headword (normalized):
μεγαλόμαζος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλομαζος
IDX:
65432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65433
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-μαζος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, (μᾶζἀ</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μεγάλαρτος</span> (q. v.), epith. of Demeter in Boeotia, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Polem.</span> </span> Hist.<span class="bibl"> 39 </span>.</div> </div><br><br>'}