Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκοτος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκράτωρ
μεγαλόκτυπος
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλόμαζος
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
μεγαλόμητις
μεγαλόμικρος
View word page
μεγαλόκωλος
μεγᾰλό-κωλος, ον,
A). large-limbed, of a locust, Dsc. 2.52 .


ShortDef

large-limbed

Debugging

Headword:
μεγαλόκωλος
Headword (normalized):
μεγαλόκωλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκωλος
IDX:
65430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-κωλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">large-limbed</span>, of a locust, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.52 </span>.</div> </div><br><br>'}