Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοκλεής
μεγαλοκμής
μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
μεγαλόκοτος
μεγαλόκρακτος
μεγαλοκρατής
μεγαλοκράτωρ
μεγαλόκτυπος
μεγαλοκύμων
μεγαλόκωλος
μεγαλόλαλος
μεγαλόμαζος
μεγαλομανής
μεγαλόμασθος
μεγαλομέρεια
μεγαλομερής
μεγαλομέτωπος
μεγαλομήτηρ
View word page
μεγαλόκτυπος
μεγᾰλό-κτῠπος, ον,
A). gloss on ἐρίγδουπος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλόκτυπος
Headword (normalized):
μεγαλόκτυπος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκτυπος
IDX:
65428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65429
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-κτῠπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἐρίγδουπος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}