Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόζηλος
μεγαλόζωνος
μεγαλοημέρευσις
μεγαλόηχος
μεγάλοθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλοκέρως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκμής
μεγαλοκοίλιος
μεγαλόκολπος
μεγαλόκορος
μεγαλοκόρυφος
View word page
μεγαλόκαυλος
μεγᾰλό-καυλος, ον,
A). with large stalk, ib. 7.6.3 .


ShortDef

with large stalk

Debugging

Headword:
μεγαλόκαυλος
Headword (normalized):
μεγαλόκαυλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοκαυλος
IDX:
65413
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65414
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-καυλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with large stalk</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:7:6:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg001:7:6:3/canonical-url/"> 7.6.3 </a>.</div> </div><br><br>'}