Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοεργία
μεγαλοεργικός
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόζωνος
μεγαλοημέρευσις
μεγαλόηχος
μεγάλοθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλοκέρως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκμής
μεγαλοκοίλιος
View word page
μεγάλοιτος
μεγάλοιτος [ᾰ],,
A). very wretched, Theoc. 2.72 .


ShortDef

very wretched

Debugging

Headword:
μεγάλοιτος
Headword (normalized):
μεγάλοιτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοιτος
IDX:
65410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65411
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγάλοιτος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">very wretched</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:2:72" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:2.72/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 2.72 </a>.</div> </div><br><br>'}