Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργικός
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόζωνος
μεγαλοημέρευσις
μεγαλόηχος
μεγάλοθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
μεγαλόκαρπος
μεγαλόκαυλος
μεγαλοκέρως
μεγαλοκευθής
μεγαλοκέφαλος
μεγαλοκίνδυνος
μεγαλοκλεής
μεγαλοκμής
View word page
μεγαλόθυτον
μεγᾰλό-θῠτον, τό,
A). great sacrifice, Sch. Lyc. 329 (ed. Bachm.).


ShortDef

great sacrifice

Debugging

Headword:
μεγαλόθυτον
Headword (normalized):
μεγαλόθυτον
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοθυτον
IDX:
65409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-θῠτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">great sacrifice</span>, Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 329 </span> (ed. Bachm.).</div> </div><br><br>'}