Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργικός
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόζωνος
μεγαλοημέρευσις
μεγαλόηχος
μεγάλοθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
μεγάλοιτος
μεγαλοκαμπής
View word page
μεγαλοεργικός
μεγᾰλο-εργικός, , όν, contr. μεγᾰλο-ουργικός,-εργής, Procl. in Alc. p.137 C.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλοεργικός
Headword (normalized):
μεγαλοεργικός
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοεργικος
IDX:
65401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-εργικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, contr. <span class="orth greek">μεγᾰλο-ουργικός</span>,-<span class="itype greek">εργής</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg007:p.137" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg007:p.137/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Alc.</span> p.137 </a> C.</div><br><br>'}