Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργικός
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόζωνος
μεγαλοημέρευσις
μεγαλόηχος
μεγάλοθριξ
μεγαλόθυμος
μεγαλόθυτον
View word page
μεγαλοεργής
μεγᾰλο-εργής, contr. μεγᾰλο-ουργής, ές,
A). performing great deeds, Gloss. Adv.-γῶς ib.


ShortDef

performing great deeds, magnificent

Debugging

Headword:
μεγαλοεργής
Headword (normalized):
μεγαλοεργής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοεργης
IDX:
65399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-εργής</span>, contr. <span class="orth greek">μεγᾰλο-ουργής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">performing great deeds,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> Adv.-<span class="foreign greek">γῶς</span> ib.</div> </div><br><br>'}