Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργικός
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόζωνος
μεγαλοημέρευσις
μεγαλόηχος
View word page
μεγαλοείμων
μεγᾰλο-είμων, ονος, , ,
A). clad in a large robe, Eust. 1430.25 .


ShortDef

clad in a large robe

Debugging

Headword:
μεγαλοείμων
Headword (normalized):
μεγαλοείμων
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοειμων
IDX:
65396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65397
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-είμων</span>, <span class="itype greek">ονος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">clad in a large robe</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1430:25" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1430.25/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1430.25 </a>.</div> </div><br><br>'}