Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργικός
μεγαλοεργός
μεγαλόζηλος
μεγαλόζωνος
μεγαλοημέρευσις
View word page
μεγαλοειδῶς
μεγᾰλο-ειδῶς, Adv.
A). on a large scale, οἱ τὰ σώματα διηρθρωμένοι μ. Philostr. Gym. 36 .


ShortDef

on a large scale

Debugging

Headword:
μεγαλοειδῶς
Headword (normalized):
μεγαλοειδῶς
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοειδως
IDX:
65395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-ειδῶς</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">on a large scale</span>, <span class="quote greek">οἱ τὰ σώματα διηρθρωμένοι μ.</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg007:36" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg007:36/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philostr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Gym.</span> 36 </a> .</div> </div><br><br>'}