Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
μεγαλοεργικός
μεγαλοεργός
View word page
μεγαλοδωρέομαι
μεγᾰλο-δωρέομαι,
A). make large presents, J. AJ 12.4.9 .


ShortDef

make large presents

Debugging

Headword:
μεγαλοδωρέομαι
Headword (normalized):
μεγαλοδωρέομαι
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδωρεομαι
IDX:
65392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-δωρέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make large presents</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:12:4:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:12:4:9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 12.4.9 </a>.</div> </div><br><br>'}