Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
μεγαλοεργής
μεγαλοεργία
View word page
μεγαλοδυναμία
μεγᾰλο-δῠνᾰμία, ,
A). great power, Hsch. s.v. ἐρισθενέος .


ShortDef

great power

Debugging

Headword:
μεγαλοδυναμία
Headword (normalized):
μεγαλοδυναμία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδυναμια
IDX:
65390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65391
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-δῠνᾰμία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">great power</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐρισθενέος</span> .</div> </div><br><br>'}