Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
μεγαλοεργέω
μεγαλοέργημα
View word page
μεγαλόδουλος
μεγᾰλό-δουλος, ,
A). great slave, opp. μικρόδουλος, Arr. Epict. 4.1.55 .


ShortDef

great slave

Debugging

Headword:
μεγαλόδουλος
Headword (normalized):
μεγαλόδουλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδουλος
IDX:
65388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65389
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-δουλος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">great slave</span>, opp. <span class="foreign greek">μικρόδουλος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg-02:4:1:55" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0074.tlg-02:4:1:55/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Epict.</span> 4.1.55 </a>.</div> </div><br><br>'}