Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
μεγαλοδοξία
μεγαλόδοξος
μεγαλόδουλος
μεγαλόδους
μεγαλοδυναμία
μεγαλοδύναμος
μεγαλοδωρέομαι
μεγαλοδωρία
μεγαλόδωρος
μεγαλοειδῶς
μεγαλοείμων
View word page
μεγαλοδοξία
μεγᾰλο-δοξία, ,
A). high opinion of oneself, in pl., Suid. s.v. ψολοκομπία .


ShortDef

high opinion of oneself

Debugging

Headword:
μεγαλοδοξία
Headword (normalized):
μεγαλοδοξία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοδοξια
IDX:
65386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65387
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-δοξία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">high opinion of oneself</span>, in pl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ψολοκομπία</span> .</div> </div><br><br>'}