Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
μεγαλόδηλος
View word page
μεγαλόβωλος
μεγᾰλό-βωλος, ον,
A). with large clods, Sch.D Il. 1.155 .


ShortDef

with large clods

Debugging

Headword:
μεγαλόβωλος
Headword (normalized):
μεγαλόβωλος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβωλος
IDX:
65375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65376
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-βωλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with large clods</span>, Sch.D <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:1:155" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:1.155/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 1.155 </a>.</div> </div><br><br>'}