Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλικώτατος
Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
μεγαλοδάπανος
μεγαλόδενδρος
View word page
μεγαλόβρυχος
μεγᾰλό-βρῡχος, ον,
A). loud-bellowing, λέων Q.S. 5.188 .


ShortDef

loud-bellowing

Debugging

Headword:
μεγαλόβρυχος
Headword (normalized):
μεγαλόβρυχος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβρυχος
IDX:
65374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65375
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-βρῡχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loud-bellowing</span>, <span class="quote greek">λέων</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:5:188" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:5.188/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Q.S.</span> 5.188 </a> .</div> </div><br><br>'}