Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλικώτατος
Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
μεγαλογραφέω
μεγαλογραφία
View word page
μεγαλοβρεμέτης
μεγᾰλο-βρεμέτης, ου, ,
A). loud-thundering, Ζεύς Q.S. 2.508 .


ShortDef

loud-thundering

Debugging

Headword:
μεγαλοβρεμέτης
Headword (normalized):
μεγαλοβρεμέτης
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβρεμετης
IDX:
65372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65373
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-βρεμέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loud-thundering</span>, <span class="quote greek">Ζεύς</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:2:508" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2046.tlg001.perseus-grc1:2.508/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Q.S.</span> 2.508 </a> .</div> </div><br><br>'}