Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλικώτατος
Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
μεγαλογνώμων
View word page
μεγαλόβοτος
μεγᾰλό-βοτος, ον,
A). gloss on ἱππόβοτος , Apollon. Lex. s.h.v.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλόβοτος
Headword (normalized):
μεγαλόβοτος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβοτος
IDX:
65370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-βοτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἱππόβοτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.h.v.</div> </div><br><br>'}