Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλικώτατος
Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
μεγαλογνωμονέω
μεγαλογνωμοσύνη
View word page
μεγαλοβόος
μεγᾰλο-βόος, ον,
A). gloss on ἠερίβοια , Eust. 562.40 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλοβόος
Headword (normalized):
μεγαλοβόος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβοος
IDX:
65369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65370
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-βόος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἠερίβοια</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:562:40" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:562.40/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 562.40 </a>.</div> </div><br><br>'}