Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλικώτατος
Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
μεγαλογκία
View word page
μεγαλοβλαβής
μεγᾰλο-βλᾰβής, ές,
A). greatly injuring, Apollon. Lex. s.v. ἄη .


ShortDef

greatly injuring

Debugging

Headword:
μεγαλοβλαβής
Headword (normalized):
μεγαλοβλαβής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβλαβης
IDX:
65367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65368
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλο-βλᾰβής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">greatly injuring</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apollon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lex.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἄη</span> .</div> </div><br><br>'}