Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλικώτατος
Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
μεγαλόβωλος
μεγαλογάστωρ
View word page
μεγαλόβιος
μεγᾰλό-βῐος, ον,
A). illustrious in life, Paul.Al. N. 2 .


ShortDef

illustrious in life

Debugging

Headword:
μεγαλόβιος
Headword (normalized):
μεγαλόβιος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλοβιος
IDX:
65366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65367
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλό-βῐος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">illustrious in life</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Al.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 2 </span>.</div> </div><br><br>'}