Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαλεπίβολος
μεγαλεπίβουλος
μεγαληγορέω
μεγαληγορία
μεγαλήγορος
μεγαληνορία
μεγαλήνωρ
μεγαλήτωρ
μεγαλήφατος
μεγαλίζομαι
μεγαλικώτατος
Μεγάλλειον
μεγαλόβιος
μεγαλοβλαβής
μεγαλοβόας
μεγαλοβόος
μεγαλόβοτος
μεγαλόβουλος
μεγαλοβρεμέτης
μεγαλόβρομος
μεγαλόβρυχος
View word page
μεγαλικώτατος
μεγᾰλικώτατος, η, ον, late Sup. of μέγας, μ. δίφθογγος Sch. D.T. p.199 H.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλικώτατος
Headword (normalized):
μεγαλικώτατος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλικωτατος
IDX:
65364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65365
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλικώτατος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, late Sup. of <span class="foreign greek">μέγας, μ. δίφθογγος</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0063.tlg001:p.199" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0063.tlg001:p.199/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.T.</span> p.199 </a> H.</div><br><br>'}