μεγαλήτωρ
μεγᾰλ-ήτωρ, ορος, ὁ, ἡ,(ἦτορ)
A). greathearted, Πάτροκλος ; 16.257 Κύκλωψ , cf. 10.200 , etc.: in 658 always with pr. ns., exc. in phrase μεγαλήτορα θυμόν , 9.629 , al.; 9.500 μεγαλήτορες ὀργαί I. 5(4).34 .