Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαίνητος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνδροι
μεγαλανορία
μεγαλάρτια
μεγαλάρτιος
μεγάλαρτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχής
μεγαλαυχητέον
μεγαλαύχητος
μεγαλαυχία
View word page
μεγαλανορία
μεγᾰλ-ᾱνορία, μεγᾰλ-άνωρ, Dor. for μεγαλην-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μεγαλανορία
Headword (normalized):
μεγαλανορία
Headword (normalized/stripped):
μεγαλανορια
IDX:
65338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλ-ᾱνορία</span>, <span class="orth greek">μεγᾰλ-άνωρ</span>, Dor. for <span class="itype greek">μεγαλην</span>-.</div><br><br>'}