Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίνητος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνδροι
μεγαλανορία
μεγαλάρτια
μεγαλάρτιος
μεγάλαρτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχής
μεγαλαυχητέον
View word page
μεγαλάμφοδος
μεγᾰλ-άμφοδος, ον,
A). with spacious ways, Hsch. s.v. εὐρυόδεια .


ShortDef

with spacious ways

Debugging

Headword:
μεγαλάμφοδος
Headword (normalized):
μεγαλάμφοδος
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαμφοδος
IDX:
65336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλ-άμφοδος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with spacious ways</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">εὐρυόδεια</span> .</div> </div><br><br>'}