Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίνητος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνδροι
μεγαλανορία
μεγαλάρτια
μεγαλάρτιος
μεγάλαρτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
μεγαλαυχής
View word page
μεγαλάμπρως
μεγᾰλάμπρως, Adv.
A). splendidly, munificently, προσφέρεσθαι πρὸς τὸν δῆμον Michel 731.4 (Ilium, ii B.C.).


ShortDef

splendidly, munificently

Debugging

Headword:
μεγαλάμπρως
Headword (normalized):
μεγαλάμπρως
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαμπρως
IDX:
65335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλάμπρως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">splendidly, munificently</span>, <span class="quote greek">προσφέρεσθαι πρὸς τὸν δῆμον</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Michel</span> 731.4 </span> (Ilium, ii B.C.).</div> </div><br><br>'}