Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μεγαθαμβής
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίνητος
μεγαίρω
μεγακήτης
μεγακλεής
μεγακυδής
μεγαλάδικος
μεγαλαλκής
μεγαλάμπρως
μεγαλάμφοδος
μεγαλάνδροι
μεγαλανορία
μεγαλάρτια
μεγαλάρτιος
μεγάλαρτος
μεγαλαυχέω
μεγαλαύχημα
μεγαλαύχην
View word page
μεγαλαλκής
μεγᾰλ-αλκής, ές,
A). = μεγαλοσθενής , Hsch.


ShortDef

of great strength

Debugging

Headword:
μεγαλαλκής
Headword (normalized):
μεγαλαλκής
Headword (normalized/stripped):
μεγαλαλκης
IDX:
65334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μεγᾰλ-αλκής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μεγαλοσθενής</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}