Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαχομένως
μάψ1
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
μαψιλόγος
μαψιτόκος
μαψίφωνος
μαψυλάκας
μάψωτος
μάω
μεγαβρεμέτης
μεγάβυξος
μεγαδάκτυλος
μεγάδωρος
μεγαθαμβής
μεγαθαρσής
μέγαθος
μεγάθυμος
μεγαίνητος
μεγαίρω
View word page
μάω
*
μάω
,
A).
v.
μαίομαι, μέμονα, μῶμαι
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάω
Headword (normalized):
μάω
Headword (normalized/stripped):
μαω
IDX:
65319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65320
Key:
Data
{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">μάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μαίομαι, μέμονα, μῶμαι</span> .</div> </div><br><br>'}