Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαχητέον
μαχητής
μαχητικός
μαχητός
μάχιμος
μαχιμώδης
μαχλάς
μαχλεύομαι
μάχλης
μαχλικός
μαχλοίονας
μαχλοίων
μάχλος
μαχλοσύνη
μαχλότης
μάχομαι
μαχομένως
μάψ1
μάψ2
μαψαῦραι
μαψίδιος
View word page
μαχλοίονας
μαχλ-οίονας·
τοὺς αὐτομόλους Αἰθίοπας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μαχλοίονας
Headword (normalized):
μαχλοίονας
Headword (normalized/stripped):
μαχλοιονας
IDX:
65303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65304
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαχλ-οίονας·</span> <span class="foreign greek">τοὺς αὐτομόλους Αἰθίοπας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}