Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιρουργός
μαχαιροφορά
μαχαιροφορέω
μαχαιροφόρος
μαχαιρόφυλλον
μαχαιρώνιον
μαχαιρωτός
μαχαίτας
Μαχανεῖος
Μαχανεύς
Μαχανίς
Μαχανῖτις
μαχατάρ
μαχάω
μαχετέον
μάχη
μαχήμων
μάχηνδε
View word page
μαχαίτας
μαχαίτας,
A). v. μαχητής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαχαίτας
Headword (normalized):
μαχαίτας
Headword (normalized/stripped):
μαχαιτας
IDX:
65282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65283
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μαχαίτας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">μαχητής</span> .</div> </div><br><br>'}