Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μαχαιροκ[οπέω
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιρουργός
μαχαιροφορά
μαχαιροφορέω
μαχαιροφόρος
μαχαιρόφυλλον
μαχαιρώνιον
μαχαιρωτός
μαχαίτας
Μαχανεῖος
Μαχανεύς
Μαχανίς
Μαχανῖτις
μαχατάρ
μαχάω
μαχετέον
View word page
μαχαιρόφυλλον
μᾰχαιρό-φυλλον
,
τό
, =
A).
gladiolus
, prob. in
Gloss.
ShortDef
gladiolus
Debugging
Headword:
μαχαιρόφυλλον
Headword (normalized):
μαχαιρόφυλλον
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροφυλλον
IDX:
65279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65280
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰχαιρό-φυλλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">gladiolus</span>, prob. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}