Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαφόρτης
μάχαιρα
μαχαιρᾶς
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιρίων
μαχαιριωτός
μαχαιροδέτης
μαχαιροθήκη
μαχαιροκ[οπέω
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιρουργός
μαχαιροφορά
μαχαιροφορέω
μαχαιροφόρος
μαχαιρόφυλλον
View word page
μαχαιροκ[οπέω
μᾰχαιρο-κ[οπέω],
A). cut with a μάχαιρα, dub. in UPZ 119.40 (ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαχαιροκ[οπέω
Headword (normalized):
μαχαιροκ[οπέω
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροκ[οπεω
IDX:
65269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰχαιρο-κ[οπέω</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cut with a</span> <span class="foreign greek">μάχαιρα</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 119.40 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}