Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Μαύσσωλλος
μαφόριον
μαφόρτης
μάχαιρα
μαχαιρᾶς
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιρίων
μαχαιριωτός
μαχαιροδέτης
μαχαιροθήκη
μαχαιροκ[οπέω
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιρουργός
μαχαιροφορά
μαχαιροφορέω
View word page
μαχαιροδέτης
μᾰχαιρο-δέτης, ου, ,
A). sword-belt, Hsch.


ShortDef

sword-belt

Debugging

Headword:
μαχαιροδέτης
Headword (normalized):
μαχαιροδέτης
Headword (normalized/stripped):
μαχαιροδετης
IDX:
65267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65268
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰχαιρο-δέτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sword-belt</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}