Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

μαυρός
μαυρόω
Μαύσσωλλος
μαφόριον
μαφόρτης
μάχαιρα
μαχαιρᾶς
μαχαιρίδιον
μαχαίριον
μαχαιρίς
μαχαιρίων
μαχαιριωτός
μαχαιροδέτης
μαχαιροθήκη
μαχαιροκ[οπέω
μαχαιρομαχέω
μαχαιροποιεῖον
μαχαιροποιός
μαχαιροπώλης
μαχαιροπώλιον
μαχαιρουργός
View word page
μαχαιρίων
μᾰχαιρίων, ωνος, ,
A). = ξιφίον , Dsc. 4.20 ; v. l. μαχαιρώνιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
μαχαιρίων
Headword (normalized):
μαχαιρίων
Headword (normalized/stripped):
μαχαιριων
IDX:
65265
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65266
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μᾰχαιρίων</span>, <span class="itype greek">ωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ξιφίον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.20 </span>; v. l. <span class="foreign greek">μαχαιρώνιον</span>.</div> </div><br><br>'}