Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
μάτην
ματήρ
ματία
ματιζω
ματιολοιχός
μάτιον
μάτος
ματραδελφεός
ματρυλεῖον
μάτρυλλος
μάτρως
ματταβεῖ
ματτυάζω
ματτύη
ματτυοκόπης
μαῦδι
μαῦλις
μαυλιστής
μαυλιστήπιον
μαῦλις
μαυρός
View word page
μάτρως
μάτρως
,
μᾱτρωσμός
, Dor. for
μητρ-
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μάτρως
Headword (normalized):
μάτρως
Headword (normalized/stripped):
ματρως
IDX:
65245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-65246
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">μάτρως</span>, <span class="orth greek">μᾱτρωσμός</span>, Dor. for <span class="foreign greek">μητρ-</span>.</div><br><br>'}